- μυζητικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μύζηση ή αυτός που είναι κατάλληλος για μύζηση («μυζητικά όργανα τού εντόμου»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυζητικάζωολ. τάξη βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων στην οποία ανήκουν οργανισμοί τού γλυκού και τού θαλάσσιου νερού.επίρρ...μυζητικώς και -άμε μυζητικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυζητής. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.